δαψιλής

δαψιλής
-ές και δαψιλός, -ή, -ό (AM δαψιλής, -ές και δαψιλός, -ή, -όν)
Ι. 1. άφθονος, πλουσιοπάροχος
2. (για πρόσωπα) γενναιόδωρος, σπάταλος
αρχ.-μσν.
επίρρ. δαψιλῶς
με αφθονία, γενναιόδωρα, σπάταλα
αρχ.
(για τόπους) εκτεταμένος, αχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαψιλός < θ. αορ. έδαψα τού ρ. δάπτω* + (επίθημα) -ιλος, χωρίς να αποκλείεται και η επίδραση τής λ. ψιλός (αν και το -ι- είναι μακρό). Ο τ. δαψιλής, σχηματισμένος κατά τα ένσιγμα επίθετα, είναι πιο εύχρηστος από το δαψιλός και συχνός στη μεταγενέστερη Ελληνική. Με τις λ. δαψιλής, δαψιλώς, δαψίλεια εκφράζεται κάπως περιορισμένα η έννοια τής γενναιοδωρίας (στο μέτρο μιας απλής παροχής), ενώ με τις λ. άφθονος*, αφθόνως, αφθονία εξαίρεται η ίδια έννοια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δαψιλῆς — δαψιλής abundant masc/fem acc pl (attic epic doric) δαψιλής abundant masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) δαψιλός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλής — abundant masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλῆ — δαψιλής abundant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δαψιλής abundant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δαψιλής abundant masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλέστερον — δαψιλής abundant adverbial comp δαψιλής abundant masc acc comp sg δαψιλής abundant neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλεστάτων — δαψιλής abundant fem gen superl pl δαψιλής abundant masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλεστέραις — δαψιλής abundant fem dat comp pl δαψιλεστέρᾱͅς , δαψιλής abundant fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλεστέρων — δαψιλής abundant fem gen comp pl δαψιλής abundant masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλεστέρως — δαψιλής abundant masc acc comp pl (doric) δαψιλής abundant comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλεῖ — δαψιλής abundant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) δαψιλής abundant masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλεῖς — δαψιλής abundant masc/fem acc pl δαψιλής abundant masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”